- ταύρος
- I
Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων.1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης, Αγήνορα.2. Στρατηγός του Μίνωα, γιος του προηγουμένου και της Πασιφάης, συζύγου του βασιλιά.3. Πλατωνικός φιλόσοφος που έζησε γύρω στο 150 μ.Χ. Αναφέρονται τα έργα του Υπομνήματα εις Γοργίαν Πλάτωνος, Περί σωμάτων και ασωμάτων και Περί της των δογμάτων διαφοράς Πλάτωνος και Αριστοτέλους.4. Αρχηγός του στόλου του Καίσαρα στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.).IIOρεινό συγκρότημα της Τουρκίας, που καλύπτει σχεδόν όλο το μήκος της νότιας παραλίας της. Αποτελείται από πετρώματα της Ρουράσιας διάπλασης και διαιρείται στον Τ. της Λυκίας, στον Τ. της Καρίας και στον Αρμενικό. Bλ. λ. Τουρκία.IIIΔήμος (υψόμ. 15 μ.). Υπάγεται στον νομό Αττικής και ουσιαστικά θεωρείται προάστιο της πρωτεύουσας.IV(Αστρον.) Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, δεύτερος του ζωδιακού κύκλου, που περιλαμβάνεται μεταξύ 21 Απριλίου και 20 Μαΐου. Ο αστερισμός αυτός συνδέεται με την ιστορία και τη θρησκεία πολλών πανάρχαιων λαών, επειδή, κατά την εποχή τους, το εαρινό σημείο βρισκόταν στον αστερισμό του Τ. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, με την ανατολή του Τ. άρχιζε το αγροτικό έτος. Ο λαμπρότερος αστέρας είναι ο Αλντεμπαράν ή Λαμπαδίας (μ. 1,1), που παρουσιάζει ταχύτητα απομάκρυνσης από τη Γη 30 χλμ. /δ. Ο αστερισμός του Τ. αποτελείται από περίπου 140 αστέρες, ορατούς δια γυμνού οφθαλμού. Στον αστερισμό αυτόν συμπεριλαμβάνονται οι Πλειάδες και οι Υάδες.
Σχηματική απεικόνιση του αστερισμού του Ταύρου, που αριθμεί 140 περίπου αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό, μεταξύ των οποίων και την Πούλια.
* * *ο / ταῡρος, ΝΜΑ1. αρσενικό, γεννητικά ώριμο, και μη ευνουχισμένο βόδι2. ως κύριο όν. ο Ταύροςα) αστρον. ο δεύτερος κατά σειράν αστερισμός τού ζωδιακού κύκλου ο οποίος εκτείνεται μεταξύ τών αστερισμών τού Περσέως, τού Κριού, τού Κήτους, τού Ηριδανού, τού Ωρίωνος, τών Διδύμων και τού Ηνιόχου και ο οποίος έχει σχήμα ταύρουβ) αστρολ. το δεύτερο σημείο τής ζωδιακής ζώνης, που καλύπτει τη χρονική διάρκεια από 20 Απριλίου ώς 20 Μαΐουνεοελλ.1. μτφ. δυνατός ή υγιής άνθρωπος, εύρωστος και ρωμαλέος («είναι δυνατός σαν ταύρος»)2. φρ. α) «όρμησε [ή χύμηξε] σαν ταύρος» — όρμησε ή [χύμηξε] με εξαιρετικό μένοςβ) «κάνει [ή συμπεριφέρεται] σαν ταύρος σε υαλοπωλείο» — λέγεται για άτομα παρορμητικά και επιθετικά που συμπεριφέρονται βάρβαρα χωρίς να ελέγχουν τις πράξεις τουςαρχ.1. ιερέας τού Ταυρείου Ποσειδώνος2. το μεταξύ τών όρχεων και τού πρωκτού τμήμα τού σώματος, η κοχώνη*3. (κατά τον Φώτ.) το αιδοίο4. (κατά το λεξ. Σούδα) το πέος5. (στη Λυκία) είδος πλοίου με κεφάλι ταύρου ως διακόσμηση6. μτφ. (για τον Οιδίποδα) άνθρωπος μαινόμενος που συμπεριφέρεται σαν ταύρος τσιμπημένος από οίστρο ο οποίος τρέπεται σε φυγή αναζητώντας καταφύγιο στα δάση («φοιτᾷ γὰρ ὑπ' ἀγρίαν ὕλαν ἀνὰ τ' ἄντρα καὶ πέτρας, ὡς ταῡρο», Σοφ.)7. στον πληθ. ταῡροι(κατά τον Ησύχ.) «οἱ παρὰ Ἐφεσίοις οἰνοχόοι»8. παροιμ. φρ. «ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῡρον» — η προφητεία τής Κασσάνδρας σχετικά με τον Αγαμέμνονα και τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταῦρος αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. taurus, οσκ. ταυρομ, λιθουαν. taūras, αρχ. σλαβ. turŭ και ρωσ. tur. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση τών προηγούμενων ινδοευρωπαϊκών τ. με τους τ. της Σημιτικής: ακκαδ. šūru, αραμ. tōr, εβρ. šōr. Αμφίβολη επίσης θεωρείται η σύνδεση τής λ. με τον τ. ταΰςΠΑΡ. ταύρειος, ταυρικόςαρχ.ταυρηδόν, ταυρίδιον, ταυρίνδα, ταυροῦμαι, ταυρώ, ταυρῶ, ταυρώδης, ταυρώναρχ.-μσν.ταυριανός, ταυρωπόςνεοελλ.ταυρήσιος, ταυρί.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ταυροειδής, ταυρομαχία, ταυρόμορφοςαρχ.ταυραφέτης, ταυρέλαφος, ταυρηλάτης, ταυροβόας, ταυροβόλος, ταυροδέτης, ταυρόδετος, ταυροθηρία, ταυρόθυτος, ταυροκαθάπτης, ταυρόκερως, ταυροκέφαλος, ταυροκτόνος, ταυρομέτωπος, ταυροπάτωρ, ταυροπόλος, ταυρόπους, ταυρόπρῳρος, ταυροσφάγος, ταυροφάγος, ταυροφανής, ταυρόφθαλμος, ταυρόφθογγος, ταυροφόνος, ταυροφόροςαρχ.-μσν.ταυροβόρος, ταυροκάρηνος, ταυρόκολλα, ταυροπρόσωπος, ταυροφυήςμσν.ταυρόδερμος, ταυρολέτωρ, ταυρόνουςνεοελλ.ταυροθήρας, ταυρομάχος, ταυρόσκυλος. (Β' συνθετικό) αρχ. θεόταυρος, ιππόταυρος, ισόταυρος, μοσχόταυρος].
Dictionary of Greek. 2013.